Τα τρια μικρά γουρουνάκια
Μια φορά και ένα καιρό, ζούσαν στο δάσος τρία γουρουνάκια, ο Τεμπελάκος, ο Ζωηρούλης και ο Μαστορούλης. Όταν ήρθε η ώρα να φτιάξουν δικό τους σπίτι άρχισαν να ψάχνουν στο δάσος για υλικά.
Ο Τεμπελάκος βρήκε κάτι άχυρα και σκέφτηκε: «Χμ, αυτά είναι τέλεια για να φτιάξω το σπίτι μου. Δεν χρειάζεται να κουραστώ και πολύ!» Και έτσι και έκανε. Μέσα σε μια μέρα το σπίτι του ήταν έτοιμο.
Σειρά είχε ο Ζωηρούλης. Βρήκε κάτι ξύλα και σκέφτηκε: «Αυτό είναι! Θα φτιάξω ξύλινο σπίτι! Δεν θα μου πάρει και πολύ ώρα και έτσι θα έχω χρόνο για να παίξω». Μέσα σε 2 μέρες το σπίτι του ήταν έτοιμο.
Ο Μαστοράκος όμως έψαχνε τούβλα γιατί ήθελε να χτίσει ένα γερό σπίτι. Μόλις τα βρήκε άρχισε να χτίζει.
Οι μέρες περνούσαν και τα άλλα δύο γουρουνάκια, έπαιζαν τραγουδούσαν και έκαναν σκανταλιές! Πέρασαν μπροστά από το σπίτι που έχτιζε ο Μαστορούλης και του είπαν να παρατήσει τη δουλειά και να έρθει να παίξουν όλοι μαζί.
-Έχω δουλειά να κάνω όσες μέρες και αν μου πάρει! Θέλω ένα γερό σπίτι να με προστατέψει από τον λύκο!
Τα δύο γουρουνάκια γέλασαν και τον κορόιδεψαν. Φεύγοντας για να πάνε για παιχνίδι είπαν:
-Σιγά μην έρθει ο λύκος, έχει τόσο καιρό να εμφανιστεί! Απλά χάνει την ώρα του!
Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν την φράση τους και τσουπ! Εμφανίζεται ο λύκος μπροστά τους, ψηλός, γεροδεμένος και με άγριες διαθέσεις
-Με φώναξε κανείς; Άκουσα το όνομά μου, είπε
Τα γουρουνάκια έτρεξαν γρήγορα και κλειδώθηκαν το καθένα σπίτι του.
Τότε ο λύκος ακολούθησε τον Τεμπελάκο που είχε το σπίτι με τα άχυρα.
-Άσε με γρήγορα να μπω μέσα!
-Φύγε λύκε, δεν σε αφήνω, είπε τρομαγμένος ο Τεμπελάκος.
-Θα θυμώσω, θα φυσήξω και το σπίτι σου θα ρίξω!
Παίρνει μια βαθιά ανάσα ο λύκος, φυσάει και ρίχνει μονομιάς κάτω το σπίτι με τα άχυρα. Τρέχει τότε ο Τεμπελάκος να σωθεί και μπαίνει μέσα στο σπίτι του Ζωηρούλη που ήταν από ξύλα.
-Ανοίξτε γρήγορα την πόρτα! Είπε ο λύκος.
-Φύγε λύκε, δεν θα σε αφήσουμε να μπεις μέσα!
-Ε, τότε θα θυμώσω, θα φυσήξω και το σπίτι σας θα ρίξω!
Παίρνει βαθιά ανάσα ο λύκος και φυσάει. Παίρνει και άλλη μια και παρτο κάτω και αυτό το σπίτι! Τρέχουν τα δυο γουρουνάκια να σωθούν στο δάσος και μπαίνουν μέσα στο σπίτι του Μαστορούλη.
-Πάλι τα ίδια; Ανοίξτε μου γρήγορα να μπω! είπε ο λύκος.
-Δεν μπορείς να μπεις εδώ, όσο και να προσπαθήσεις, απάντησε ο Μαστοράκος.
-Αλήθεια; Για να δούμε! Είπε νευριασμένος ο λύκος.
Παίρνει την πιο βαθιά ανάσα που είχε πάρει ποτέ του και φυσάει με όλη του τη δύναμη. Τίποτα! Το σπίτι στη θέση του. Ξανά φυσάει. Το ίδιο, δεν κουνήθηκε τίποτα. Έκανε το ίδιο πέντε ή έξι φορές, μελάνιασε, πρασίνισε,ώσπου σκέφτηκε ένα κόλπο.
«Αφού δεν μπορώ να ρίξω το σπίτι, θα μπω από την καμινάδα. Χα χα, δεν θα μου γλιτώσουν τα γουρουνάκια!».
Όμως τα γουρουνάκια είχαν ήδη υποψιαστεί το κόλπο του λύκου και έβαλαν ένα καζάνι με καυτό νερό στο τζάκι. Όταν ο λύκος έφτασε κάτω, προσγειώθηκε μέσα στο καζάνι με το νερό που έβραζε. Τσουρουφλίστηκε τόσο πολύ που πήδηξε μέχρι το ταβάνι και έφυγε από το σπίτι τρέχοντας! Δεν ξαναενόχλησε τα τρία μικρά γουρουνάκια.
Αν ο Τεμπαλάκος και ο Ζωηρούλης αφιέρωναν περισσότερο χρόνο για να φτιάξουν ένα γερό σπίτι, δεν θα κινδύνευαν από τον λύκο. Μετά από αυτό, ζήτησαν τη βοήθεια του Μαστορούλη και έφτιαξαν και αυτοί τα σπίτια τους γερά και ανθεκτικά! Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!








