Το έπος του ’40 μέσα από τα μάτια του δικού μου ήρωα
Παραμονή 28ης Οκτωβρίου και τέτοιες μέρες πάντα θυμάμαι τον παππού μου και τις ιστορίες που μου διηγούνταν για τους Γερμανούς. Για το έπος του ’40.
Για τα βουνά του Γράμμου, για την πείνα, το κρύο και τον πόλεμο.
Ιστορίες που μεγαλώνοντας κατάλαβα πως δεν ήταν απλώς ιστορίες, ήταν η ίδια η ιστορία της Ελλάδας.
Μόνο που αντί να τη διαβάζω, τη μάθαινα μέσα από τις αφηγήσεις του παππού που όχι απλώς την έζησε, αλλά την έγραψε, μαζί με χιλιάδες άλλους παππούδες και γιαγιάδες. Μεγαλώνοντας άρχισα να κατανοώ την ευγνωμοσύνη που γεννούσε μέσα μου αυτή η άμεση επαφή με την ίδια την ιστορία.
Γιατί είναι άλλο πράγμα να αποστηθίζεις ημερομηνίες και ονόματα και άλλο πράγμα να μπαίνεις μέσα στη ζωή αυτών που έζησαν τον πόλεμο. Σε φέρνει…πώς να το πω…πιο κοντά στον πόλεμο. Και κάπως έτσι καταλαβαίνεις πόσο πολύ αγαπάς την ειρήνη.
Ψάχνοντας μέσα στις αναμνήσεις μου, λόγω των ημερών, βρήκα αυτό το κομματάκι από σκέψεις που είχα αποτυπώσει σε ένα χαρτί το 2006, δύο μόλις μήνες πριν πεθάνει ο παππούς μου.
Το έπος του ’40 μέσα από τα μάτια του δικού μου ήρωα..
Αυτό που απολαμβάνω πολύ εδώ και κάποια χρόνια στις συζητήσεις μου με τον παππού μου είναι να τον ρωτάω για τη γιαγιά μου.
– Παππού, μίλα μου για τη γιαγιά.
– Αχ παιδί μου! Τι να σου πρωτοπώ για τη Λίζα μου.
Τα μάτια του, θαμπά και κουρασμένα από τα 93 χρόνια που κουβαλάει πλέον στις πλάτες του, σπινθηρίζουν στιγμιαία και αποκτούν μια λάμψη τέτοια, που μόνο στα μάτια ενός ερωτευμένου εικοσάχρονου μπορείς να διακρίνεις.
Το βλέμμα του διασταυρώνεται με το βλέμμα της Λίζας του, σε μια φωτογραφία κάδρο που εδώ και 27 χρόνια βρίσκεται πάνω από το κρεβάτι του.
– Η γιαγιά σου ήταν ο πιο αξιόλογος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Είχε τις χάρες όλου του κόσμου. Όμορφη, καλή, έξυπνη…
– Την αγαπούσες, ρωτάω εγώ, γνωρίζοντας βέβαια την απάντηση, ορμώμενη όμως από την αδηφάγο μου ανάγκη να ακούσω για άλλη μια φορά λόγια αγάπης, από αυτά που δεν ακούς εύκολα σήμερα.
– Αν την αγαπούσα; Εμείς οι δυο ήμασταν ένα. Δεν χρειαζότανε καν να μιλήσουμε, επικοινωνούσαμε με τα μάτια. Ότι ήθελα εγώ το ήθελε κι αυτή και ότι ήθελε αυτή το ήθελα κι εγώ. «Το αγαπημένο ζευγάρι», έτσι έλεγαν όλοι στο χωριό.
Περπατούσαμε πιασμένοι χέρι-χέρι…
– Της άρεσε η Ελλάδα;
– Πατρίδα! Τη λάτρευε. Δεν πρόλαβε να τη χαρεί η έρμη.
Βουρκώνει και μαζί του βουρκώνω κι εγώ.
– Παππού, θα φτιάξω καφέ. Θέλεις;
– Θέλω.
Πάω γρήγορα στην κουζίνα, όχι βέβαια για να φτιάξω καφέ, αλλά για να κλάψω χωρίς να με δει ο παππούς. Κλαίω με λυγμούς, με παράπονο.
Κλαίω για τη γιαγιά που πέθανε πριν γεννηθώ. Η μάνα μου ήταν νιόπαντρη και επτά μηνών έγκυος σε μένα όταν την πήραν τηλέφωνο στη δουλειά και της είπαν ότι η μάνα της πέθανε. Με περίμενε, χάιδευε την κοιλιά της κόρης της και μου μιλούσε.
Νιώθω από μικρή πως έχω ένα περίεργο δέσιμο με τη γιαγιά που δε γνώρισα ποτέ, με τη γιαγιά για την οποία μόνο καλά λόγια έχω ακούσει. Νιώθω πως έχω περάσει το άγχος του θανάτου της ως έμβρυο.
Κλαίω για μια ζωή που πέθανε πριν γεννηθώ.
Μέσα από τις αφηγήσεις του παππού μου βιώνω μια εποχή που νομίζω πως έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ακούω για ανθρώπους που αγαπούσαν αληθινά, πέρα από συμφέροντα και εγωισμούς.
Μαθαίνω για αξίες και ιδανικά, όπως η ελευθερία, η πατρίδα, η οικογένεια, η φιλία, που μπορεί σήμερα να τις συναντάς τακτικά στα λογύδρια αυτών που τιτλοφορούνται ως πολιτικοί, συγγραφείς, ψυχολόγοι, αλλά στην πράξη έχουν ξεχαστεί.
Διαπιστώνω πως κάπου, κάποτε υπήρχαν άνθρωποι που κατόρθωσαν αυτό που σήμερα φαντάζει σε μένα ακατόρθωτο. Άνθρωποι που έζησαν τη ζωή τους με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό, υπηρετώντας με θέρμη και απαράμιλλο ζήλο τα πιστεύω τους.
Όποιο κι αν ήταν το κόστος των επιλογών τους. Και μπόρεσαν συνάμα να ερωτευθούν, να αγαπήσουν, να υποταχθούν σε συναισθήματα ανώτερα και ανθρώπινα ταυτόχρονα.
Ήρωες της ιστορίας και μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας παράλληλα.
Δεν ξέρω αν κλαίω από λύπη ή από χαρά. Λυπάμαι γιατί πέθανε η γιαγιά μου και μαζί με αυτήν μια ολόκληρη εποχή που χαρακτηρίζονταν από αυθεντικότητα και ρομαντισμό. Χαίρομαι γιατί γίνομαι κοινωνός όλων αυτών που για μένα αποτελούν μια ένδοξη, οικογενειακή και όχι μόνο, ιστορία.
Σκουπίζω τα αναποφάσιστα δάκρυά μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Δε θέλω να καταλάβει ο παππούς ότι έκλαιγα.
-Παππού, έτοιμος ο καφές.
Μπαίνοντας στο μικρό, λιτό δωμάτιο, με αγκαλιάζει μια θαλπωρή και μια ζεστασιά ανείπωτη. Ο παππούς μου με κοιτάει με τα μικρά σαν χάντρες, γκριζογάλανα μάτια του, που αυτή και μόνο τη στιγμή φαντάζουν σαν μια απέραντη, γαλήνια θάλασσα.
Μια θάλασσα, η οποία μετά την τρικυμία και τον κοσμοχαλασμό, έχει επιστρέψει στην πολυπόθητη ηρεμία. Νιώθω πως αντικρίζω το βλέμμα ενός ανθρώπου που μόλις έχει κάνει έναν γρήγορο και φευγαλέο απολογισμό ζωής. Μάλλον είναι περήφανος για τη ζωή που έζησε. Μάλλον είναι γεμάτος.
Έχω ακούσει πολλές εκδοχές του τι μπορεί να είναι ο παράδεισος. Έχω ακούσει για πράσινα λιβάδια, για μεγάλους κήπους, για ειδυλλιακά τοπία, για την ψυχή που βρίσκει τον προορισμό της. Νομίζω όμως πως αυτός είναι τελικά ο παράδεισος.
Να μπορεί ένας άνθρωπος στη δύση της ζωής του να κοιτάει πίσω, να κάνει τον απολογισμό του και να είναι περήφανος για όλα αυτά που έκανε. Να αναλογίζεται το μακρύ δρόμο που βάδισε και να νιώθει πως χωρίς αμφιβολία βάδισε το σωστό δρόμο και τον βάδισε σωστά.
-Σε ευχαριστώ, πουλάκι μου. Κάθισε κι εσύ.
-Παππού, μήπως σε κούρασα; Μήπως θέλεις να κοιμηθείς;
-Τι είναι αυτά που λες; Να με κουράσεις; Έχω την εγγονούλα μου εδώ, είμαι πλούσιος!
Είναι ωραίο να μοιραζόμαστε. Κοινοποίησε αυτό το άρθρο για να το διαβάσουν και άλλοι. Όμως ΔΕΝ επιτρέπεται η αντιγραφή του χωρίς άδεια
Ακολούθησε μας αν θέλεις επίσης και στις σελίδες μας στο facebook και στο Instagram!



5 Comments
Τι υπέροχο κείμενο….. Είμαι σίγουρη πως και οι δυο σε καμαρώνουν απο τον δικο τους Παράδεισο… (ναι πιστεύω πως ο παράδεισος ειναι προσωπικός) Σε. Φιλώ γλυκά
Σε ευχαριστώ Γιάννα μου…το εύχομαι. Κι εγώ τους καμαρώνω και κάθε χρόνο τέτοια μέρα λίγο πιο πολύ!
Χριστίνα με συγκίνησες πάρα πολύ!Μου θύμησες τον δικό μου παπππούλη που επίσης έχει γαλαζογκρίζα μάτια!Οι ιστορίες που μας διηγούνται είναι πολύτιμες και δεν μπορεί κανείς να τις βρεις σε κανένα βιβλίο ιστορίας!Ο παππούς σου, γνήσιος άντρας, σύζυγος και Έλληνας είναι μάλαμα!Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει!αυτό μου λέει συνέχεια ο δικός μου παππούς στις συζητήσεις μας!Είμαστε πολύ τυχερές που ζούμε ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους!Ατοί μπορούν να μας διδάξουν την ζωή καλύτερα από όλους!
Δεν είναι συγκλονιστικό που αυτοί οι άνθρωποι μετά από τόσα που τράβηξαν την αγαπούν την Ελλάδα με όλη τους την ψυχή; Πραγματικά νομίζω πως έχουν κάτι που εμείς δυστυχώς δεν το έχουμε. Ίσως καθαρή και αγνή ψυχή, ίσως ρομαντισμό…δεν ξέρω! Πάντως δεν μπορείς αυτά τα μαθήματα να τα βρεις σε κανένα βιβλίο ιστορίας. Εμένα μου έμαθαν πως να αγαπώ την Ελλάδα και ακόμα πιο σημαντικό πως να αγαπώ τους ανθρώπους, έτσι, ρομαντικά.
Να τον χαίρεσαι τον παππούλη σου Εύη μου και να τον καμαρώνεις!!!
Είχαμε και εμείς έναν τέτοιο ήρωα σπίτι μας. Με πολλές ιστορίες από τότε.
Είμαστε τόσο τυχερές που τους είχαμε στη ζωή μας!